περιτυπώ

περιτυπώ
-όω, Α
1. περιβάλλω κάτι εφαπτόμενος συνεχώς με αυτό («ὁ περιτετυπωκὼς τὴν ἐπιφάνειαν τοῡ σώματος ἀήρ», Σέξτ. Εμπ.)
2. αποτυπώνω καλύπτοντας από παντού («κηρῷ τὸ εἶδος περιτυποῡται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-*+ τυπῶ «αποτυπώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”